Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

Το λεξιλόγιο των Πατρινών – Μινάρας, κουρκουσάλι, ήσαντε, Ταγιαντρεός και άλλες 81 λέξεις.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΠΑΤΡΙΝΩΝ:
• Μινάρας = μαλάκας
• Δώμου = Δώσε μου
• Μπίζα = Αρακάς
• Μάπα = Λάχανο
• Χοντρομπίγουλη = φιδές
• Τουτουμάκια = Μακαρονάκι κοφτό (χυλοπίτες)
• μαντορίνια = μανταρίνια
• Αραποσίτι = Καλαμπόκι
• Γορδόνια = κορδόνια
• Κουρκουσάλι = χαλάζι
• Ξεμπουντουλωμός = Χαλασμός (αέρας, βροχή)
• Τσουρούλια = τρέχει γρήγορα, μαλλιά κουβάρια
• Στάει = Στάζει (χύνεται)
• Πορτόνι = Αυλόπορτα
• Στουμπήχτηκα – Στούμπηγμα = Χτύπησα, μελάνιασα
• Ξεήγκλωτο = ξεχειλωμένο
• Τάντινο = λεπτό, ευαίσθητο
• Μερελό = τρελό
• Μπανταβό = χαζό
• Τσερλιό = διάρροια
• κάλιασε = έτυχε
• σπίνωσέ το = βάλτο πιο σιγά, χαμήλωσέ το (ραδιόφωνο
κοκότα = καρούμπαλο
• ψιλικά = μυρωδικά
• Λιανά = ψιλά (χρήματα)
• πέσε = πες
• χάμω = κάτω
• ντωτό = χαλαρό
• μπαμπουλωμένος = κουκουλωμένος
• καμιανού = κανενός
• πιλαλάω = τρέχω
• ξεσβουρτσίστηκα = έπεσα, τσακίστηκα
• καλικούτσα= παίρνω κάποιον στην πλάτη
• έγκωσα = χόρτασα
• σκούρα = παντζούρια
• έφαγα μια γιαούρτη = ένα γιαούρτι
• κουντράω = τρακάρω χτυπάω
• πούμωμα, πούμωσα = κρύωμα, κρύωσα
• έκιωσα = τελείωσα
• έντωσα = τέντωσα έδεσα
• τσούπα = κοπέλα
• ταγιαντριός = Του Αγίου Ανδρέα!!!!

Κι ακόμα:
Τσιμπίπo = σταφύλι
Ερεψε = αδυνάτισε (βλπ.το ρεμένο)
Καλικατζούρες = άσχημα γράμματα
Ήσαντε= ήταν
Κατσιφάρα = ομίλχη, πούσι
Λιακωτό = ταράτσα
Γούβα = Λακκούβα
Αφερεμένο = χαζό
Πίστρωσε με = σκέπασε με
Κούτσαβλος = κουτσός
Λέρα = βρωμιά (λέρα πέτσα)
Σακαφλιόρα = άσχημη,ξερακιανή γυναίκα
Σκαμπίλια = σφαλιάρες
κοκκινογούλια = παντζάρια
ξεμπουρίζω = παρασέρνω (τον ξεμπούρισε)
σομάρα = κομάρα (έχω μιά…σομάρα απόψε)
Τίρα =κοιτα
σκουτί=πανι παλιο
μπούζι = κρύος, παγωμένος
μπαίγνιο = γελοίος, περίγελος
Λούμπα=Λακούβα με νερό
Αλιάδα =  η  σκορδαλιά
Αχινέος =   ο αχινός
Χάβαρο =  η  αχιβάδα
Πλανιδού =  η  γυναίκα  πού  μαζεύει  τα  πλανίδια
Μιναροκεφτές =  παράγωγο  απο το  μινάρας
Μαλακαντρέας =  συνοδευτικό  τού Ανδρέα
Μπαγιόκο =  τα  αρκετά χρήματα
Φοντάνα =    ο  δημόσιος  κρουνός
Αρούκατος=αδέξιος…
Ποδέσου= φόρεσε παπούτσια,
Καίνοσε ή Κένοσε=στρώσε τραπέζι
Ρέλλο = στρίφωμα
Τουτουμάκια: χυλοπίτες
και ακόμη:
  • απίδι = αχλάδι
  • (ν)ταμιζάνα = μπουκάλα για κρασί κυρίως αλλά και για λάδι
  • σούφρα = πισινός
  • σουφρώνω = κλέβω
  • κατσαμαλίδα, κατσαμάλιασα = όταν από το κρύο η επιδερμίδα γίνεται με σπυράκια, σαν την πέτσα από το κοτόπουλο
  • φοντανιέρα = το σκεύος με καπάκι που βάζουμε για φύλαξη ή σερβίρισμα τα φοντάν (γλυκά)
  • υποβρύχιο = βανίλια στο ποτήρι με νερό
  • μια δαχτυλήθρα = μικρή ποσότητα υγρού (όσο χώραγε η δακτυλήθρα που χρησιμοποιείται στην ραπτική)
  • μαμαλίγκα, παπαλίνα = τα μικρά ψαράκια – γόνος (γαβράκια – μαριδούλα…)
  • μαχαλάς = γειτονιά (στον Επιτάφιο έγινε μάχη από τα παιδιά του πάνω μαχαλά με τον κάτω μαχαλά)